απλικασιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλικασιόν < γαλλική application
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απλικασιόν θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απλικασιόν
|