απλοχωριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλοχωριά < μεσαιωνική ελληνική απλοχωριά < απλόχωρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απλοχωριά θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απλοχωριά
|