απλούστευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλούστευση οι απλουστεύσεις
      γενική της απλούστευσης* των απλουστεύσεων
    αιτιατική την απλούστευση τις απλουστεύσεις
     κλητική απλούστευση απλουστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλουστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απλούστευση < απλουστεύ(ω) + -ση, απόδοση για τη γαλλική simplification[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απλούστευση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]