απλούστευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απλούστευση | οι | απλουστεύσεις |
γενική | της | απλούστευσης* | των | απλουστεύσεων |
αιτιατική | την | απλούστευση | τις | απλουστεύσεις |
κλητική | απλούστευση | απλουστεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλουστεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλούστευση < απλουστεύ(ω) + -ση, απόδοση για τη γαλλική simplification[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απλούστευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απλουστεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απλουστεύω και απλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απλούστευση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απλούστευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας