απλούστευσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απλούστευσης θηλυκό
- γενική ενικού του απλούστευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- απλουστεύσεως (λόγιο)
απλούστευσης θηλυκό