απλόχερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
απλόχερα
- (για κολύμπι) με απλωτές
- (μεταφορικά) με γενναιοδωρία, πρόθυμα και χωρίς τσιγκουνιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απλόχερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απλόχερος