απλώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απλώνω < ἁπλόω-ἁπλῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]απλώνομαι
- επεκτείνομαι, καταλαμβάνω μεγαλύτερο χώρο, εξαπλώνομαι
- απλώθηκε σε όλο τον καναπέ, λες και δεν υπήρχαν άλλοι
- καταλαμβάνω έναν χώρο μέχρι ένα ορισμένο όριο
- η Κίνα απλώνεται βόρεια μέχρι τη Μογγολία, δυτικά μέχρι...
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απλώνομαι | απλωνόμουν(α) | θα απλώνομαι | να απλώνομαι | ||
β' ενικ. | απλώνεσαι | απλωνόσουν(α) | θα απλώνεσαι | να απλώνεσαι | (απλώνου) | |
γ' ενικ. | απλώνεται | απλωνόταν(ε) | θα απλώνεται | να απλώνεται | ||
α' πληθ. | απλωνόμαστε | απλωνόμαστε απλωνόμασταν |
θα απλωνόμαστε | να απλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απλώνεστε | απλωνόσαστε απλωνόσασταν |
θα απλώνεστε | να απλώνεστε | (απλώνεστε) | |
γ' πληθ. | απλώνονται | απλώνονταν απλωνόντουσαν |
θα απλώνονται | να απλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απλώθηκα | θα απλωθώ | να απλωθώ | απλωθεί | ||
β' ενικ. | απλώθηκες | θα απλωθείς | να απλωθείς | απλώσου | ||
γ' ενικ. | απλώθηκε | θα απλωθεί | να απλωθεί | |||
α' πληθ. | απλωθήκαμε | θα απλωθούμε | να απλωθούμε | |||
β' πληθ. | απλωθήκατε | θα απλωθείτε | να απλωθείτε | απλωθείτε | ||
γ' πληθ. | απλώθηκαν απλωθήκαν(ε) |
θα απλωθούν(ε) | να απλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απλωθεί | είχα απλωθεί | θα έχω απλωθεί | να έχω απλωθεί | απλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απλωθεί | είχες απλωθεί | θα έχεις απλωθεί | να έχεις απλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απλωθεί | είχε απλωθεί | θα έχει απλωθεί | να έχει απλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απλωθεί | είχαμε απλωθεί | θα έχουμε απλωθεί | να έχουμε απλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απλωθεί | είχατε απλωθεί | θα έχετε απλωθεί | να έχετε απλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απλωθεί | είχαν απλωθεί | θα έχουν απλωθεί | να έχουν απλωθεί |