απλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απλώνω < ἁπλόω-ἁπλῶ

απλώνομαι

  1. επεκτείνομαι, καταλαμβάνω μεγαλύτερο χώρο, εξαπλώνομαι
    απλώθηκε σε όλο τον καναπέ, λες και δεν υπήρχαν άλλοι
  2. καταλαμβάνω έναν χώρο μέχρι ένα ορισμένο όριο
    η Κίνα απλώνεται βόρεια μέχρι τη Μογγολία, δυτικά μέχρι...

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]