απνευστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η απνευστική
      γενική της απνευστικής
    αιτιατική την απνευστική
     κλητική απνευστική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απνευστική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απνευστική θηλυκό

  • (βιολογία), (εντομολογία): νύμφη ορισμένων ειδών εντόμων της οποίας τα αναπνευστικά ανοίγματα είναι κλειστά, ή ανύπαρκτα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

απνευστική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]