αποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποίητος | η | αποίητη | το | αποίητο |
γενική | του | αποίητου | της | αποίητης | του | αποίητου |
αιτιατική | τον | αποίητο | την | αποίητη | το | αποίητο |
κλητική | αποίητε | αποίητη | αποίητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποίητοι | οι | αποίητες | τα | αποίητα |
γενική | των | αποίητων | των | αποίητων | των | αποίητων |
αιτιατική | τους | αποίητους | τις | αποίητες | τα | αποίητα |
κλητική | αποίητοι | αποίητες | αποίητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποίητος < αρχαία ελληνική ἀποίητος < ἀ- + ποιέω
Επίθετο[επεξεργασία]
αποίητος, -η, -ο
- πο δεν έχει ποιηθεί, δεν έχει φτιαχτεί, δεν έχει δημιουργηθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποίητος
|