αποβιβάζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποβιβάζομαι, π.αόρ.: αποβιβάστηκα, μτχ.π.π.: αποβιβασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αποβιβάζω
![]() |
αποβιβάζομαι, π.αόρ.: αποβιβάστηκα, μτχ.π.π.: αποβιβασμένος