αποβιβασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβιβασμένος η αποβιβασμένη το αποβιβασμένο
      γενική του αποβιβασμένου της αποβιβασμένης του αποβιβασμένου
    αιτιατική τον αποβιβασμένο την αποβιβασμένη το αποβιβασμένο
     κλητική αποβιβασμένε αποβιβασμένη αποβιβασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβιβασμένοι οι αποβιβασμένες τα αποβιβασμένα
      γενική των αποβιβασμένων των αποβιβασμένων των αποβιβασμένων
    αιτιατική τους αποβιβασμένους τις αποβιβασμένες τα αποβιβασμένα
     κλητική αποβιβασμένοι αποβιβασμένες αποβιβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποβιβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποβιβάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποβιβασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποβιβάζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]