αποβλακωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποβλακώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αποβλακωμένος, -η, -ο
- που έχει αποβλακωθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποβλακωμένα
- → δείτε τις λέξεις αποβλακώνω και βλάκας