αποβορβόρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποβορβόρωση | οι | αποβορβορώσεις |
γενική | της | αποβορβόρωσης* | των | αποβορβορώσεων |
αιτιατική | την | αποβορβόρωση | τις | αποβορβορώσεις |
κλητική | αποβορβόρωση | αποβορβορώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβορβορώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποβορβόρωση < (καθαρεύουσα) ἀποβορβόρωσις < ἀπό + αρχαία ελληνική βόρβορος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποβορβόρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποβορβόρωση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)