απογεμίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογεμίζω < απο- + γεμίζω (2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décharger)
Ρήμα[επεξεργασία]
απογεμίζω
- γεμίζω εντελώς, μέχρι επάνω
- (στρατιωτικός όρος) αδειάζω (τελείως) το όπλο (πυροβολώντας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απογέμιση
- απογέμισμα
- απογεμισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και γεμίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απογεμίζω | απογέμιζα | θα απογεμίζω | να απογεμίζω | απογεμίζοντας | |
β' ενικ. | απογεμίζεις | απογέμιζες | θα απογεμίζεις | να απογεμίζεις | απογέμιζε | |
γ' ενικ. | απογεμίζει | απογέμιζε | θα απογεμίζει | να απογεμίζει | ||
α' πληθ. | απογεμίζουμε | απογεμίζαμε | θα απογεμίζουμε | να απογεμίζουμε | ||
β' πληθ. | απογεμίζετε | απογεμίζατε | θα απογεμίζετε | να απογεμίζετε | απογεμίζετε | |
γ' πληθ. | απογεμίζουν(ε) | απογέμιζαν απογεμίζαν(ε) |
θα απογεμίζουν(ε) | να απογεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απογέμισα | θα απογεμίσω | να απογεμίσω | απογεμίσει | ||
β' ενικ. | απογέμισες | θα απογεμίσεις | να απογεμίσεις | απογέμισε | ||
γ' ενικ. | απογέμισε | θα απογεμίσει | να απογεμίσει | |||
α' πληθ. | απογεμίσαμε | θα απογεμίσουμε | να απογεμίσουμε | |||
β' πληθ. | απογεμίσατε | θα απογεμίσετε | να απογεμίσετε | απογεμίστε | ||
γ' πληθ. | απογέμισαν απογεμίσαν(ε) |
θα απογεμίσουν(ε) | να απογεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απογεμίσει | είχα απογεμίσει | θα έχω απογεμίσει | να έχω απογεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απογεμίσει | είχες απογεμίσει | θα έχεις απογεμίσει | να έχεις απογεμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απογεμίσει | είχε απογεμίσει | θα έχει απογεμίσει | να έχει απογεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απογεμίσει | είχαμε απογεμίσει | θα έχουμε απογεμίσει | να έχουμε απογεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απογεμίσει | είχατε απογεμίσει | θα έχετε απογεμίσει | να έχετε απογεμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απογεμίσει | είχαν απογεμίσει | θα έχουν απογεμίσει | να έχουν απογεμίσει |
|