απογεμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απογεμίζω < απο- + γεμίζω (2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décharger)

Ρήμα[επεξεργασία]

απογεμίζω

  1. γεμίζω εντελώς, μέχρι επάνω
  2. (στρατιωτικός όρος) αδειάζω (τελείως) το όπλο (πυροβολώντας)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]