απογευματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απογευματάκι | τα | απογευματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | απογευματάκι | τα | απογευματάκια |
κλητική | απογευματάκι | απογευματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογευματάκι < υποκοριστικό του απόγευμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απογευματάκι ουδέτερο
- το απόγευμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το απογευματάκι: χρησιμοποιείται σαν επίρρημα
- πέρασε να μας δεις το απογευματάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απογευματάκι
→ δείτε τη λέξη απόγευμα |