αποδέλοιπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδέλοιπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αποδέλοιπος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) εναπομείνας, υπόλοιπος
- Και τους αποδέλοιπους τρεις [μήνες] τι θα κάνουνε; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδέλοιπος
|