αποδέχτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδέχτης οι αποδέχτες
      γενική του αποδέχτη των αποδεχτών
    αιτιατική τον αποδέχτη τους αποδέχτες
     κλητική αποδέχτη αποδέχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδέχτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποδέχτης αρσενικό

  1. ο αποδέκτης, ο παραλήπτης
    αποδέχτης του δικαιώματος αναφοράς κατά το άρθρο 10 Σ. είναι το κράτος και κάθε ΝΠΔΔ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]