αποδίδομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδίδομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποδίδω
Ρήμα
[επεξεργασία]αποδίδομαι (δόκιμο μόνο στο τρίτο πρόσωπο, αποδίδεται και αποδίδονται ή αποδίνονται, αποδόθηκε, θα αποδοθεί κ.λπ.)
- → δείτε τη λέξη αποδίδω
- αποδίδονται ευθύνες
- μου αποδίδεται δόλος ενώ δεν είχα καμία πρόθεση
- σε ποιον αποδίδεται η διαρροή;