αποδίδων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδίδων < λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος αποδίδω (ο αρχαιότερος τύπος της μετοχής ενεστώτα του ρήματος ἀποδίδωμι, ήταν ἀποδιδούς - ἀποδιδοῦσα - ἀποδιδόν)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈði.ðon/

Μετοχή[επεξεργασία]

αποδίδων, αποδίδουσα, αποδίδον

  1. που αποδίδει κάτι στο δικαιούχο, σε όποιον αυτό οφείλεται
    ο αποδίδων τις τιμές
    η ανακρίτρια, η αποδίδουσα τις ευθύνες
    με νεότερη τροπολογία, ο αποδίδων τον ΦΠΑ έχει δικαίωμα να καταθέσει το ποσό σε δόσεις


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]