αποδεκάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδεκάτισμα < αποδεκατίζω + -μα < (ελληνιστική κοινή) ἀποδεκατίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδεκάτισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδεκατίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποδεκατίζω και δέκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδεκάτισμα