αποδελτιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδελτιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αποδελτιώνω
- καταγράφω σε δελτία πληροφορίες, πχ. λέξεις ή φράσεις από κείμενα, για σύγκριση, ανάλυση κλπ. ή φτιάχνω γραπτό κατάλογο από αυτές τις πληροφορίες
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδελτιώνω | αποδελτίωνα | θα αποδελτιώνω | να αποδελτιώνω | αποδελτιώνοντας | |
β' ενικ. | αποδελτιώνεις | αποδελτίωνες | θα αποδελτιώνεις | να αποδελτιώνεις | αποδελτίωνε | |
γ' ενικ. | αποδελτιώνει | αποδελτίωνε | θα αποδελτιώνει | να αποδελτιώνει | ||
α' πληθ. | αποδελτιώνουμε | αποδελτιώναμε | θα αποδελτιώνουμε | να αποδελτιώνουμε | ||
β' πληθ. | αποδελτιώνετε | αποδελτιώνατε | θα αποδελτιώνετε | να αποδελτιώνετε | αποδελτιώνετε | |
γ' πληθ. | αποδελτιώνουν(ε) | αποδελτίωναν αποδελτιώναν(ε) |
θα αποδελτιώνουν(ε) | να αποδελτιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδελτίωσα | θα αποδελτιώσω | να αποδελτιώσω | αποδελτιώσει | ||
β' ενικ. | αποδελτίωσες | θα αποδελτιώσεις | να αποδελτιώσεις | αποδελτίωσε | ||
γ' ενικ. | αποδελτίωσε | θα αποδελτιώσει | να αποδελτιώσει | |||
α' πληθ. | αποδελτιώσαμε | θα αποδελτιώσουμε | να αποδελτιώσουμε | |||
β' πληθ. | αποδελτιώσατε | θα αποδελτιώσετε | να αποδελτιώσετε | αποδελτιώστε | ||
γ' πληθ. | αποδελτίωσαν αποδελτιώσαν(ε) |
θα αποδελτιώσουν(ε) | να αποδελτιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδελτιώσει | είχα αποδελτιώσει | θα έχω αποδελτιώσει | να έχω αποδελτιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδελτιώσει | είχες αποδελτιώσει | θα έχεις αποδελτιώσει | να έχεις αποδελτιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδελτιώσει | είχε αποδελτιώσει | θα έχει αποδελτιώσει | να έχει αποδελτιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδελτιώσει | είχαμε αποδελτιώσει | θα έχουμε αποδελτιώσει | να έχουμε αποδελτιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδελτιώσει | είχατε αποδελτιώσει | θα έχετε αποδελτιώσει | να έχετε αποδελτιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδελτιώσει | είχαν αποδελτιώσει | θα έχουν αποδελτιώσει | να έχουν αποδελτιώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδελτιώνω
|