αποδελτιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδελτιώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αποδελτιώνω

  • καταγράφω σε δελτία πληροφορίες, πχ. λέξεις ή φράσεις από κείμενα, για σύγκριση, ανάλυση κλπ. ή φτιάχνω γραπτό κατάλογο από αυτές τις πληροφορίες

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]