αποδιοπομπαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αποδιοπομπαίο

  1. αποδιοπομπαίος, στην αιτιατική του ενικού

αποδιοπομπαίο, ουδέτερο του αποδιοπομπαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού