αποδιοπομπαίος τράγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδιοπομπαίος τράγος < (ελληνιστική κοινή) ἀποπομπαῖος τράγος (ή ἀποπομπαῖος χίμαρος) που αναφέρεται στο εβραϊκό έθιμο της εκδίωξης ενός τράγου στην έρημο, αφού προηγουμένως είχαν μεταφερθεί σε αυτόν συμβολικά όλες οι αμαρτίες του ισραηλιτικού λαού. Η νεότερη έκφραση (από το 1880) προέκυψε με επίδραση του αρχαίου ρήματος ἀποδιοπομπέομαι[1].
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αποδιοπομπαίος τράγος αρσενικό
- αυτός στον οποίο ρίχνουμε την ευθύνη, το εξιλαστήριο θύμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδιοπομπαίος τράγος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αποδιοπομπαίος