Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποδοκιμάζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀποδοκιμάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποδοκιμάζω < αρχαία ελληνική ἀποδοκιμάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désapprouver)

αποδοκιμάζω

  1. κατακρίνω, εκφράζομαι αρνητικά εναντίον ανθρώπου ή ενέργειας
  2. γιουχάρω, εκδηλώνω έντονη απαρέσκεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]