αποδοσμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποδόσιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδοσμένος η αποδοσμένη το αποδοσμένο
      γενική του αποδοσμένου της αποδοσμένης του αποδοσμένου
    αιτιατική τον αποδοσμένο την αποδοσμένη το αποδοσμένο
     κλητική αποδοσμένε αποδοσμένη αποδοσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδοσμένοι οι αποδοσμένες τα αποδοσμένα
      γενική των αποδοσμένων των αποδοσμένων των αποδοσμένων
    αιτιατική τους αποδοσμένους τις αποδοσμένες τα αποδοσμένα
     κλητική αποδοσμένοι αποδοσμένες αποδοσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδοσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδίδω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποδοσμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]