αποεστίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποεστίαση οι αποεστιάσεις
      γενική της αποεστίασης* των αποεστιάσεων
    αιτιατική την αποεστίαση τις αποεστιάσεις
     κλητική αποεστίαση αποεστιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποεστιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποεστίαση < απο- + εστίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defocus· αποεστίαση φόντου: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bokeh)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποεστίαση θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]