αποζουρλαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποζουρλαίνω (παθητική φωνή: αποζουρλαίνομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποζουρλαμένος
- → δείτε τις λέξεις από και ζουρλός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποζουρλαίνω | αποζούρλαινα | θα αποζουρλαίνω | να αποζουρλαίνω | αποζουρλαίνοντας | |
β' ενικ. | αποζουρλαίνεις | αποζούρλαινες | θα αποζουρλαίνεις | να αποζουρλαίνεις | αποζούρλαινε | |
γ' ενικ. | αποζουρλαίνει | αποζούρλαινε | θα αποζουρλαίνει | να αποζουρλαίνει | ||
α' πληθ. | αποζουρλαίνουμε | αποζουρλαίναμε | θα αποζουρλαίνουμε | να αποζουρλαίνουμε | ||
β' πληθ. | αποζουρλαίνετε | αποζουρλαίνατε | θα αποζουρλαίνετε | να αποζουρλαίνετε | αποζουρλαίνετε | |
γ' πληθ. | αποζουρλαίνουν(ε) | αποζούρλαιναν αποζουρλαίναν(ε) |
θα αποζουρλαίνουν(ε) | να αποζουρλαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποζούρλανα | θα αποζουρλάνω | να αποζουρλάνω | αποζουρλάνει | ||
β' ενικ. | αποζούρλανες | θα αποζουρλάνεις | να αποζουρλάνεις | αποζούρλανε | ||
γ' ενικ. | αποζούρλανε | θα αποζουρλάνει | να αποζουρλάνει | |||
α' πληθ. | αποζουρλάναμε | θα αποζουρλάνουμε | να αποζουρλάνουμε | |||
β' πληθ. | αποζουρλάνατε | θα αποζουρλάνετε | να αποζουρλάνετε | αποζουρλάνετε | ||
γ' πληθ. | αποζούρλαναν αποζουρλάναν(ε) |
θα αποζουρλάνουν(ε) | να αποζουρλάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποζουρλάνει | είχα αποζουρλάνει | θα έχω αποζουρλάνει | να έχω αποζουρλάνει | ||
β' ενικ. | έχεις αποζουρλάνει | είχες αποζουρλάνει | θα έχεις αποζουρλάνει | να έχεις αποζουρλάνει | ||
γ' ενικ. | έχει αποζουρλάνει | είχε αποζουρλάνει | θα έχει αποζουρλάνει | να έχει αποζουρλάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποζουρλάνει | είχαμε αποζουρλάνει | θα έχουμε αποζουρλάνει | να έχουμε αποζουρλάνει | ||
β' πληθ. | έχετε αποζουρλάνει | είχατε αποζουρλάνει | θα έχετε αποζουρλάνει | να έχετε αποζουρλάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποζουρλάνει | είχαν αποζουρλάνει | θα έχουν αποζουρλάνει | να έχουν αποζουρλάνει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποζουρλαίνω
|