αποζουρλαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποζουρλαίνω < απο- + ζουρλαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποζουρλαίνω (παθητική φωνή: αποζουρλαίνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]