αποθήκευτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποθήκευτρα | ||
γενική | των | αποθήκευτρων | ||
αιτιατική | τα | αποθήκευτρα | ||
κλητική | αποθήκευτρα | |||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αποθήκευτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθήκευτρα