αποθαρρύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποθαρρύνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθαρρύνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω (διαφορετικό από το ελληνιστικό ἀποθαρρύνω (ενθαρρύνω) & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décourager. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + το αρχαίο θαρρύνω.[1][2] Για τη διαφοροποίηση της σημασία στη νέα δημιουργία της λέξης, → δείτε  καθαρεύουσα ἀποθαρρύνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.θaˈɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θαρ‐ρύ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποθαρρύνω, πρτ.: αποθάρρυνα, αόρ.: αποθάρρυνα, παθ.φωνή: αποθαρρύνομαι, π.αόρ.: αποθαρρύνθηκα, μτχ.π.π.: αποθαρρυμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

μετοχές παθητικού παρακειμένου:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]