αποθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθετικός <
- αρχαία ελληνική ἀποθετικός < ἀποτίθημι
- ενέργεια του ρήματος
- επειδή αρχικά θεωρήθηκε ότι είχαν αποβάλει κάποια στιγμή την ενεργητική μορφή τους
Επίθετο[επεξεργασία]
αποθετικός
- που αποθέτει κάτι
- (γραμματική) χαρακτηρισμός ρημάτων που έχουν μόνο καταλήξεις παθητικής φωνής (σε -oμαι, -ούμαι ή -ιέμαι)
- τα ρήματα εργάζομαι, έρχομαι, εκμεταλλεύομαι, διαπραγματεύομαι κλπ είναι αποθετικά
- δείτε: Παράρτημα:Αποθετικά ρήματα