αποθηκάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποθηκάριος < ελληνιστική κοινή ἀποθηκάριος < αρχαία ελληνική ἀποθήκη + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποθηκάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) το άτομο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των υλικών που υπάρχουν σε μια αποθήκη
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική ειδικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποθηκάριος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)