αποθηκεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αποθηκεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποθηκεύω
  2. θα αποθηκεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθηκεύω
  3. να αποθηκεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθηκεύω