αποθησαυριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθησαυριστικός < αποθησαυριστής + ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποθησαυριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αποθησαυριστή ή το αποθησαύρισμα ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποθησαυρίζω και θησαυρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθησαυριστικός
|