αποικοδομούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποικοδομούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποικοδομώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποικοδομούμαι | αποικοδομούμουν | θα αποικοδομούμαι | να αποικοδομούμαι | ||
β' ενικ. | αποικοδομείσαι | αποικοδομούσουν | θα αποικοδομείσαι | να αποικοδομείσαι | ||
γ' ενικ. | αποικοδομείται | αποικοδομούνταν | θα αποικοδομείται | να αποικοδομείται | ||
α' πληθ. | αποικοδομούμαστε | αποικοδομούμασταν αποικοδομούμαστε |
θα αποικοδομούμαστε | να αποικοδομούμαστε | ||
β' πληθ. | αποικοδομείστε | αποικοδομούσασταν αποικοδομούσαστε |
θα αποικοδομείστε | να αποικοδομείστε | αποικοδομείστε | |
γ' πληθ. | αποικοδομούνται | αποικοδομούνταν | θα αποικοδομούνται | να αποικοδομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποικοδομήθηκα | θα αποικοδομηθώ | να αποικοδομηθώ | αποικοδομηθεί | ||
β' ενικ. | αποικοδομήθηκες | θα αποικοδομηθείς | να αποικοδομηθείς | αποικοδομήσου | ||
γ' ενικ. | αποικοδομήθηκε | θα αποικοδομηθεί | να αποικοδομηθεί | |||
α' πληθ. | αποικοδομηθήκαμε | θα αποικοδομηθούμε | να αποικοδομηθούμε | |||
β' πληθ. | αποικοδομηθήκατε | θα αποικοδομηθείτε | να αποικοδομηθείτε | αποικοδομηθείτε | ||
γ' πληθ. | αποικοδομήθηκαν αποικοδομηθήκαν(ε) |
θα αποικοδομηθούν(ε) | να αποικοδομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποικοδομηθεί | είχα αποικοδομηθεί | θα έχω αποικοδομηθεί | να έχω αποικοδομηθεί | αποικοδομημένος | |
β' ενικ. | έχεις αποικοδομηθεί | είχες αποικοδομηθεί | θα έχεις αποικοδομηθεί | να έχεις αποικοδομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποικοδομηθεί | είχε αποικοδομηθεί | θα έχει αποικοδομηθεί | να έχει αποικοδομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποικοδομηθεί | είχαμε αποικοδομηθεί | θα έχουμε αποικοδομηθεί | να έχουμε αποικοδομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποικοδομηθεί | είχατε αποικοδομηθεί | θα έχετε αποικοδομηθεί | να έχετε αποικοδομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποικοδομηθεί | είχαν αποικοδομηθεί | θα έχουν αποικοδομηθεί | να έχουν αποικοδομηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποικοδομούμαι
|