αποκέντρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκέντρωση | οι | αποκεντρώσεις |
γενική | της | αποκέντρωσης* | των | αποκεντρώσεων |
αιτιατική | την | αποκέντρωση | τις | αποκεντρώσεις |
κλητική | αποκέντρωση | αποκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκέντρωση < αποκεντρώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκέντρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεντρώνω (απομακρύνω, αφαιρώ από το κέντρο διάφορες εξουσίες, αρμοδιότητες, δραστηριότητες και τις μεταφέρω στην περιφέρεια)
- ↪ η διοικητική αποκέντρωση θα συμβάλει στη μείωση της γραφειοκρατίας
- ↪ η τόνωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην επαρχία δημιουργεί την ανάγκη πλατιάς πολιτιστικής αποκέντρωσης
- ↪ διοικητική / οικονομική / πολιτιστική / πληθυσμιακή / βιομηχανική αποκέντρωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποκεντρώνω και κέντρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκέντρωση