αποκαίω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκαίω < αρχαία ελληνική ἀποκαίω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκαίω (παθητική φωνή: αποκαίομαι)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκαΐδι
- αποκαμένος
- → δείτε τις λέξεις από και καίω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαίω | απέκαια | θα αποκαίω | να αποκαίω | αποκαίοντας | |
β' ενικ. | αποκαίεις | απέκαιες | θα αποκαίεις | να αποκαίεις | απόκαιε | |
γ' ενικ. | αποκαίει | απέκαιε | θα αποκαίει | να αποκαίει | ||
α' πληθ. | αποκαίουμε | αποκαίαμε | θα αποκαίουμε | να αποκαίουμε | ||
β' πληθ. | αποκαίετε | αποκαίατε | θα αποκαίετε | να αποκαίετε | αποκαίετε | |
γ' πληθ. | αποκαίουν(ε) | απέκαιαν αποκαίαν(ε) |
θα αποκαίουν(ε) | να αποκαίουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέκαψα | θα αποκάψω | να αποκάψω | αποκάψει | ||
β' ενικ. | απέκαψες | θα αποκάψεις | να αποκάψεις | απόκαψε | ||
γ' ενικ. | απέκαψε | θα αποκάψει | να αποκάψει | |||
α' πληθ. | αποκάψαμε | θα αποκάψουμε | να αποκάψουμε | |||
β' πληθ. | αποκάψατε | θα αποκάψετε | να αποκάψετε | αποκάψτε | ||
γ' πληθ. | απέκαψαν αποκάψαν(ε) |
θα αποκάψουν(ε) | να αποκάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκάψει | είχα αποκάψει | θα έχω αποκάψει | να έχω αποκάψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκάψει | είχες αποκάψει | θα έχεις αποκάψει | να έχεις αποκάψει | έχε αποκαμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποκάψει | είχε αποκάψει | θα έχει αποκάψει | να έχει αποκάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκάψει | είχαμε αποκάψει | θα έχουμε αποκάψει | να έχουμε αποκάψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκάψει | είχατε αποκάψει | θα έχετε αποκάψει | να έχετε αποκάψει | έχετε αποκαμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποκάψει | είχαν αποκάψει | θα έχουν αποκάψει | να έχουν αποκάψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκαμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκαμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκαμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκαμένο |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκαίω
|