αποκαθαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκαθαίρω < αρχαία ελληνική ἀποκαθαίρω < ἀπό + καθαίρω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκαθαίρω (παθητική φωνή: αποκαθαίρομαι)
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) καθαρίζω κάτι επιμελώς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκαθαρμένος
- αποκάθαρση
- αποκαθαρτικός
- → δείτε τις λέξεις από και καθαρός