Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποκαθηλώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκαθηλώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαθηλόω < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος

αποκαθηλώνω (παθητική φωνή: αποκαθηλώνομαι)

  1. (θρησκεία) (αφαιρώ τα καρφιά) και κατεβάζω απ’ το σταυρό
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι να εκπέσει, να χάσει την αξία και την ισχύ του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]