αποκαλύψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαλύπτω
- θα αποκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκάλυψη