αποκαρτερώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκαρτερώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποκαρτερέω / ἀποκαρτερῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκαρτερώ
- (σπάνιο) χάνω την καρτερία μου, αποθαρρύνομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκαρτερώ
|