αποκαρτερώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκαρτερώ < (ελληνιστική κοινή) / ἀποκαρτερῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αποκαρτερώ
- (σπάνιο) χάνω την καρτερία μου, αποθαρρύνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκαρτερώ
|
|