αποκεντρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκεντρωμένος η αποκεντρωμένη το αποκεντρωμένο
      γενική του αποκεντρωμένου της αποκεντρωμένης του αποκεντρωμένου
    αιτιατική τον αποκεντρωμένο την αποκεντρωμένη το αποκεντρωμένο
     κλητική αποκεντρωμένε αποκεντρωμένη αποκεντρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκεντρωμένοι οι αποκεντρωμένες τα αποκεντρωμένα
      γενική των αποκεντρωμένων των αποκεντρωμένων των αποκεντρωμένων
    αιτιατική τους αποκεντρωμένους τις αποκεντρωμένες τα αποκεντρωμένα
     κλητική αποκεντρωμένοι αποκεντρωμένες αποκεντρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.cen.dɾoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κε‐ντρω‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

αποκεντρωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]