αποκλεισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.kliˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κλει‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αποκλεισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκλείω