αποκλειστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκλειστικά < αποκλειστικ(ός) + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]αποκλειστικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκλειστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αποκλειστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκλειστικό, ουδέτερο του αποκλειστικός