αποκλιμακούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα αποκλιμακώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αποκλιμακούμενος, -η, -ο
- όταν αποκλιμακωθεί, αφού, εφόσον αποκλιμακωθεί σε μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον, με προϋπόθεση να αποκλιμακωθεί
- Θα μπορέσουν να συζητήσουν, αποκλιμακουμένης όμως της έντασης που τώρα καθιστά κάθε συνεννόηση αδύνατη
- που αποκλιμακώνονται τώρα
- Αποκλιμακούμενα τα επιτόκια, ελευθερώνουν τις δυνάμεις της...
- Παράλληλα, αποκλιμακούμενα βαίνουν αυτή την ώρα και τα spreads
- όταν ή επειδή αποκλιμακώθηκε σε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή του παρελθόντος
- αποκλιμακουμένης της έντασης, οι δύο ηγέτες τελικά συναντήθηκαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκλιμακούμενος