αποκλιμακώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκλιμακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποκλιμακώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκλιμακώνομαι

  1. (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένα ουσιαστικά) μειώνεται ή χαλαρώνει η ένταση που είχε σχετικά πρόσφατα κορυφωθεί, που είχε προηγουμένως κλιμακωθεί, κατεβαίνει η βαθμίδα όξυνσης μιας κατάστασης
    Οι απειλές για άτακτη χρεωκοπία αποκλιμακώθηκαν όταν οι Ιρλανδοί δέχτηκαν να υποστούν και άλλα μέτρα λιτότητας
    Η αντιπαράθεση αποκλιμακώθηκε όταν κάποιος ξαφνικά είπε ένα ανέκδοτο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]