αποκλιμακώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αποκλιμακώνω, παθητικό: αποκλιμακώνομαι
- μειώνω βαθμιαία την ένταση μίας κατάστασης ή μιας ενέργειας
- θα κάνουμε τα πάντα για να αποκλιμακώσουμε την ένταση στην περιοχή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκλιμακώνω | αποκλιμάκωνα | θα αποκλιμακώνω | να αποκλιμακώνω | αποκλιμακώνοντας | |
β' ενικ. | αποκλιμακώνεις | αποκλιμάκωνες | θα αποκλιμακώνεις | να αποκλιμακώνεις | αποκλιμάκωνε | |
γ' ενικ. | αποκλιμακώνει | αποκλιμάκωνε | θα αποκλιμακώνει | να αποκλιμακώνει | ||
α' πληθ. | αποκλιμακώνουμε | αποκλιμακώναμε | θα αποκλιμακώνουμε | να αποκλιμακώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκλιμακώνετε | αποκλιμακώνατε | θα αποκλιμακώνετε | να αποκλιμακώνετε | αποκλιμακώνετε | |
γ' πληθ. | αποκλιμακώνουν(ε) | αποκλιμάκωναν αποκλιμακώναν(ε) |
θα αποκλιμακώνουν(ε) | να αποκλιμακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκλιμάκωσα | θα αποκλιμακώσω | να αποκλιμακώσω | αποκλιμακώσει | ||
β' ενικ. | αποκλιμάκωσες | θα αποκλιμακώσεις | να αποκλιμακώσεις | αποκλιμάκωσε | ||
γ' ενικ. | αποκλιμάκωσε | θα αποκλιμακώσει | να αποκλιμακώσει | |||
α' πληθ. | αποκλιμακώσαμε | θα αποκλιμακώσουμε | να αποκλιμακώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκλιμακώσατε | θα αποκλιμακώσετε | να αποκλιμακώσετε | αποκλιμακώστε | ||
γ' πληθ. | αποκλιμάκωσαν αποκλιμακώσαν(ε) |
θα αποκλιμακώσουν(ε) | να αποκλιμακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκλιμακώσει | είχα αποκλιμακώσει | θα έχω αποκλιμακώσει | να έχω αποκλιμακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκλιμακώσει | είχες αποκλιμακώσει | θα έχεις αποκλιμακώσει | να έχεις αποκλιμακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκλιμακώσει | είχε αποκλιμακώσει | θα έχει αποκλιμακώσει | να έχει αποκλιμακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκλιμακώσει | είχαμε αποκλιμακώσει | θα έχουμε αποκλιμακώσει | να έχουμε αποκλιμακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκλιμακώσει | είχατε αποκλιμακώσει | θα έχετε αποκλιμακώσει | να έχετε αποκλιμακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκλιμακώσει | είχαν αποκλιμακώσει | θα έχουν αποκλιμακώσει | να έχουν αποκλιμακώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκλιμακώνω