αποκομίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκομίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποκομίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκομίζομαι | αποκομιζόμουν(α) | θα αποκομίζομαι | να αποκομίζομαι | ||
β' ενικ. | αποκομίζεσαι | αποκομιζόσουν(α) | θα αποκομίζεσαι | να αποκομίζεσαι | (αποκομίζου) | |
γ' ενικ. | αποκομίζεται | αποκομιζόταν(ε) | θα αποκομίζεται | να αποκομίζεται | ||
α' πληθ. | αποκομιζόμαστε | αποκομιζόμαστε αποκομιζόμασταν |
θα αποκομιζόμαστε | να αποκομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκομίζεστε | αποκομιζόσαστε αποκομιζόσασταν |
θα αποκομίζεστε | να αποκομίζεστε | (αποκομίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποκομίζονται | αποκομίζονταν αποκομιζόντουσαν |
θα αποκομίζονται | να αποκομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκομίστηκα | θα αποκομιστώ | να αποκομιστώ | αποκομιστεί | ||
β' ενικ. | αποκομίστηκες | θα αποκομιστείς | να αποκομιστείς | αποκομίσου | ||
γ' ενικ. | αποκομίστηκε | θα αποκομιστεί | να αποκομιστεί | |||
α' πληθ. | αποκομιστήκαμε | θα αποκομιστούμε | να αποκομιστούμε | |||
β' πληθ. | αποκομιστήκατε | θα αποκομιστείτε | να αποκομιστείτε | αποκομιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποκομίστηκαν αποκομιστήκαν(ε) |
θα αποκομιστούν(ε) | να αποκομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκομιστεί | είχα αποκομιστεί | θα έχω αποκομιστεί | να έχω αποκομιστεί | αποκομισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκομιστεί | είχες αποκομιστεί | θα έχεις αποκομιστεί | να έχεις αποκομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκομιστεί | είχε αποκομιστεί | θα έχει αποκομιστεί | να έχει αποκομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκομιστεί | είχαμε αποκομιστεί | θα έχουμε αποκομιστεί | να έχουμε αποκομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκομιστεί | είχατε αποκομιστεί | θα έχετε αποκομιστεί | να έχετε αποκομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκομιστεί | είχαν αποκομιστεί | θα έχουν αποκομιστεί | να έχουν αποκομιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκομίζομαι
|