αποκομιδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκομιδή, αποκόμιση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκομιδή οι αποκομιδές
      γενική της αποκομιδής των αποκομιδών
    αιτιατική την αποκομιδή τις αποκομιδές
     κλητική αποκομιδή αποκομιδές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκομιδή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκομιδή (αρχαία σημασία: απομάκρυνση, επιστροφή) < ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκομιδή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]