Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποκοπή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀποκοπή

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκοπή οι αποκοπές
      γενική της αποκοπής των αποκοπών
    αιτιατική την αποκοπή τις αποκοπές
     κλητική αποκοπή αποκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκοπή < αρχαία ελληνική ἀποκοπή < ἀποκόπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποκοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκόπτω
  2. (γραμματική) η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης μπροστά από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κατ' αποκοπή(ν) (υπολογισμός τιμής εργασίας η οποίας καθορίζεται εκ των προτέρων)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]