αποκοπή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκοπή | οι | αποκοπές |
| γενική | της | αποκοπής | των | αποκοπών |
| αιτιατική | την | αποκοπή | τις | αποκοπές |
| κλητική | αποκοπή | αποκοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκοπή < αρχαία ελληνική ἀποκοπή < ἀποκόπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποκοπή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκόπτω
- (γραμματική) η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης μπροστά από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατ' αποκοπή(ν) (υπολογισμός τιμής εργασίας η οποίας καθορίζεται εκ των προτέρων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκοπή