αποκοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκοπή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκοπή οι αποκοπές
      γενική της αποκοπής των αποκοπών
    αιτιατική την αποκοπή τις αποκοπές
     κλητική αποκοπή αποκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκοπή < αρχαία ελληνική ἀποκοπή < ἀποκόπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκόπτω
  2. (γραμματική) η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης μπροστά από το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κατ’ αποκοπή(ν):
    1. πληρωμή (το ύψος της οποίας καθορίζεται εκ των προτέρων) για το σύνολο επιμέρους εργασιών, παροχής υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών
      Η Κομισιόν ζητά από το Δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμα με ένα κατ' αποκοπή ποσό ύψους 11.514.081 ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή 47. 462 ευρώ, έως ότου τηρηθούν οι υποχρεώσεις. (*)
    2. η αποκλειστική απασχόληση σε κάποιον τομέα ή έργο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]