αποκορυφωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκορυφωτικός < αποκορυφώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκορυφωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποκορύφωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποκορυφώνω και κορυφή