αποκορυφώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκορυφώνομαι < παθητική φωνή του ρημ. αποκορυφώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκορυφώνομαι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκορυφώνομαι | αποκορυφωνόμουν(α) | θα αποκορυφώνομαι | να αποκορυφώνομαι | ||
β' ενικ. | αποκορυφώνεσαι | αποκορυφωνόσουν(α) | θα αποκορυφώνεσαι | να αποκορυφώνεσαι | (αποκορυφώνου) | |
γ' ενικ. | αποκορυφώνεται | αποκορυφωνόταν(ε) | θα αποκορυφώνεται | να αποκορυφώνεται | ||
α' πληθ. | αποκορυφωνόμαστε | αποκορυφωνόμαστε αποκορυφωνόμασταν |
θα αποκορυφωνόμαστε | να αποκορυφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκορυφώνεστε | αποκορυφωνόσαστε αποκορυφωνόσασταν |
θα αποκορυφώνεστε | να αποκορυφώνεστε | (αποκορυφώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποκορυφώνονται | αποκορυφώνονταν αποκορυφωνόντουσαν |
θα αποκορυφώνονται | να αποκορυφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκορυφώθηκα | θα αποκορυφωθώ | να αποκορυφωθώ | αποκορυφωθεί | ||
β' ενικ. | αποκορυφώθηκες | θα αποκορυφωθείς | να αποκορυφωθείς | αποκορυφώσου | ||
γ' ενικ. | αποκορυφώθηκε | θα αποκορυφωθεί | να αποκορυφωθεί | |||
α' πληθ. | αποκορυφωθήκαμε | θα αποκορυφωθούμε | να αποκορυφωθούμε | |||
β' πληθ. | αποκορυφωθήκατε | θα αποκορυφωθείτε | να αποκορυφωθείτε | αποκορυφωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκορυφώθηκαν αποκορυφωθήκαν(ε) |
θα αποκορυφωθούν(ε) | να αποκορυφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκορυφωθεί | είχα αποκορυφωθεί | θα έχω αποκορυφωθεί | να έχω αποκορυφωθεί | αποκορυφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκορυφωθεί | είχες αποκορυφωθεί | θα έχεις αποκορυφωθεί | να έχεις αποκορυφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκορυφωθεί | είχε αποκορυφωθεί | θα έχει αποκορυφωθεί | να έχει αποκορυφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκορυφωθεί | είχαμε αποκορυφωθεί | θα έχουμε αποκορυφωθεί | να έχουμε αποκορυφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκορυφωθεί | είχατε αποκορυφωθεί | θα έχετε αποκορυφωθεί | να έχετε αποκορυφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκορυφωθεί | είχαν αποκορυφωθεί | θα έχουν αποκορυφωθεί | να έχουν αποκορυφωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκορυφώνομαι
|